πετρελαιοκινητήρας

πετρελαιοκινητήρας
[-ήρ (-ήρος)] ο , πετρελαιοκινητήρας μηχανή η дизель, дизельный двигатель

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πετρελαιοκινητήρας" в других словарях:

  • πετρελαιοκινητήρας — ο, Ν ο κινητήρας ντήζελ, μηχανή εσωτερικής καύσης υψηλού λόγου συμπίεσης, χάρη στον οποίο επιτυγχάνεται η αυτοανάφλεξη τού καύσιμου μίγματος …   Dictionary of Greek

  • μανιβέλα — και μαναβέλα, η 1. μοχλός με τον οποίο περιστρέφεται χειροκίνητο σύσκευο ή μηχάνημα ή με τη βοήθεια τού οποίου τίθεται σε λειτουργία ένας βενζινοκινητήρας ή πετρελαιοκινητήρας 2. ξύλο, κοντάρι πάνω στους ώμους δύο ανθρώπων που στέκονται… …   Dictionary of Greek

  • πετρελαιομηχανή — η, Ν ο πετρελαιοκινητήρας ντήζελ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»